Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Το ζητιανάκι




Μια όμορφη, χιονισμένη νύχτα, γεμάτη από το φως που αντανακλά το λευκό και τους ήχους μιας εύηχης καμπάνας, οι άνθρωποι του χωριού επιστρέφουν στα ζεστά σπίτια τους από την εκκλησία. Εκεί, τους περιμένει το τραπέζι τους, στολισμένο και ζεστό, με τα πιο γλυκά και νόστιμα εδέσματα που μπορούσαν να σχεδιάσουν ήδη από τις προηγούμενες ημέρες.

Άνθρωποι μπαίνουν στο σπίτι τους, αγκαλιάζονται, φιλιούνται και ανταλλάσουν ευχές αγάπης και ελπίδας. Κάθονται γύρω από το τζάκι, να μιλήσουν και να γελάσουν, αναπολώντας ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος. Λίγο μετά θα καθίσουν όλοι μαζί για φαγητό και με την ίδια χαρούμενη διάθεση θα φτάσουν στην ώρα για να κοιμηθούν, γεμάτοι από την ευτυχία που ορίζει η ημέρα.

Έξω στο κρύο ένα μικρό παιδάκι γυρνάει φτωχό, ξεπαγιασμένο, ξυπόλυτο... Περνάει από τα σπίτια και βλέπει τη θαλπωρή από τις ετοιμασίες και τα στολίδια, μέχρι τα πρόσωπα των ανθρώπων. Ελπίζει ότι δίπλα στα χαρούμενα πρόσωπα θα βρεθεί μια θέση και γι' αυτό...

Χτυπά τις πόρτες. Έκπληκτοι τις ανοίγουν, καθώς δεν περιμένουν άλλο επισκέπτη - όλοι είναι παρόντες. Το μικρό ζητιανάκι δεν έχει θέση στο σπιτικό τους. Ευγενικά του αρνούνται την είσοδο. Άλλοτε όχι τόσο ευγενικά... Το παιδάκι δεν έχει επιλογή. Συνεχίζει να χτυπά τις πόρτες. Μάταια...

Όμως, να! Μια πόρτα ανοίγει με περισσότερη ζεστασιά από τις άλλες. Μια γριούλα κοιτάει το παιδάκι και πριν αυτό ζητήσει κάτι του λέει χαμογελαστά:
-Πέρασε. Δεν έχουμε πολλά στο σπίτι μας. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε, αλλά πάντα υπάρχει μια θέση για ένα παιδάκι σαν εσένα. Ιδιαίτερα μια νύχτα όπως αυτή.

Το παιδάκι μπαίνει με ένα πλατύ χαμόγελο. Όλη η οικογένεια κάθεται γύρω από το τραπέζι. Ένα μπωλ με σούπα αχνίζει στη μέση. Ψωμί υπάρχει δίπλα από κάθε ένα από τα έξι πιάτα. Παππούς, γιαγιά, γονείς, δύο παιδιά. Προστέθηκε αμέσως ένα επιπλέον πιάτο. Όλοι κόβουν λίγο από το ψωμί τους για να το μοιραστούν με τον μικρό επισκέπτη.

Η σούπα μάλλον είναι λιγοστή και για τους υπάρχοντες, πόσω μάλλον για επιπλέον πιάτο.

Με χαρά και ευχές όλοι κάθονται να φάνε.
Κάτι περίεργο συμβαίνει. Όσο κι αν τρώνε η σούπα και το ψωμί δεν τελειώνουν. Και όλοι σηκώνονται από το τραπέζι χορτάτοι.

Κάθονται δίπλα από τη φωτιά, όπου ο παππούς διηγείται ιστορίες από τα νιάτα του. Τα τρία παιδάκια ακούν όλο αγωνία τις παλιές περιπέτειες του παππού και ο μπαμπάς γελάει χωρίς να πολυπιστεύει την ακρίβεια της αφήγησης. Κι όμως το παιδάκι ξέρει ότι όλες οι ιστορίες είναι αληθινές.

Πριν κοιμηθούν, στρώνουν και για το παιδάκι. Του λένε ότι θα κοιμηθεί με τα αδερφάκια στο ίδιο κρεβάτι, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει άλλος χώρος, αλλά και γιατί τα ξύλα στο τζάκι σύντομα θα τέλειωναν και το κρύο ήταν ήδη βαρύ. Τρία παιδάκια μαζί ζεσταίνονται καλύτερα από ένα μόνο του.

Πέρασε η νύχτα και όταν το πρωί ξυπνούν, η φωτιά καίει ακόμα και το σπίτι είναι όλο ζεστό. Απορεί ο παππούς. Απόρεί και η μητέρα.

Το παιδάκι σηκώνεται και αρχίζει να τους χαιρετά:
- Σας ευχαριστώ που με δεχθήκατε. Κανείς δεν με ήθελε, παρά μόνο εσείς που είχατε τόσο λίγα. Όσοι είχαν πολλά δεν ήθελαν να τα μοιραστούν.
-Τελικά δεν είχαμε και τόσο λίγα, είπε ο πατέρας.
-Οπου υπάρχει αγάπη όλα είναι αρκετά και περισσεύουν, απάντησε το μικρό ζητιανάκι.
-Μείνε μικρό παιδάκι, που έχεις να πας; Θα παγώσεις έξω.
-Αυτά που μου δώσατε με ζεσταίνουν για μια ζωή ολόκληρη.

Όταν η μητέρα το χαιρέτησε είδε τα χέρια του πληγωμένα και ματωμένα. Αμέσως η ματιά της εστίασε και στα γυμνά πόδια του που ήταν το ίδιο άσχημα λαβωμένα. Κατάλαβε ότι το Παιδάκι αιμοραγούσε από την προηγούμενη μέρα.

Πριν προλάβει να πει κάτι, το Ζητιανάκι την πρόλαβε:
- Δεν πονάω τώρα. Η καλοσύνη των ανθρώπων κάνει τις πληγές αυτές να αξίζουν.
Άφωνη όλη η οικογένεια είδε το Παιδάκι να απομακρύνεται στο χιόνι και να χάνεται στον ορίζοντα, πριν αρχίσει να χτυπά πόρτες για να ανακαλύψει άλλη μια οικογένεια με καλοσύνη, πρόθυμη να προσφέρει θαλπωρή σε ένα άγνωστο πλάσμα.